τρυγώ — και τρυγάω τρύγησα, τρυγήθηκα, τρυγημένος, μτβ. και αμτβ. 1. συγκομίζω, μαζεύω καρπούς (κυρίως σταφύλια ή μέλι από κυψέλες): Τρυγάει τ αμπέλι. 2. μτφ., εκμεταλλεύομαι την αδυναμία κάποιου και χρηματίζομαι σε βάρος του, τον αρμέγω: Τους τρυγάει ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυγώ — (I) άω, ΝΑ βλ. τρυγώ. (II) έω, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω 2. μτγν. τ. τού τρυγῶ (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ]. (III) όω, Α τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. τρυγῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε ῶ / όω]. τρυγῶ, άω, ΝΜΑ 1. συγκομίζω ώριμους καρπούς και … Dictionary of Greek
τρύγω — ΜΑ 1. ξηραίνω 2. (αμτβ.) γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι («ἔτρυγεν ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ] … Dictionary of Greek
τρυγώ — τρυγάω / τρυγώ (παρατατ. συνήθως ούσα), τρύγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρυγῶ — τρυγάω gather in pres imperat mp 2nd sg τρυγάω gather in pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τρυγάω gather in pres ind act 1st sg (attic epic ionic) τρυγάω gather in pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) τρυγάω gather in pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγῷ — τρυγάω gather in pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρυγώ — άω, Α (ποιητ. τ.) 1. τρυγώ, πριν από την ώρα, τρυγώ σταφύλια άγουρα, που δεν ωρίμασαν ακόμη 2. τρυγώ κρυφά ξένα σταφύλια, κλέβω σταφύλια, ομφακίζομαι* 3. μτφ. επιδίδομαι σε ανολοκλήρωτο έρωτα, ενεργώ μη ολοκληρωμένες ερωτικές επαφές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κατατρυγώ — κατατρυγῶ άω (Μ) (επιτ. τ. τού τρυγώ) τρυγώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρυγῶ «συλλέγω τους ώριμους καρπούς»] … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
επιτρυγώ — ἐπιτρυγῶ, άω (Α) [τρυγώ] τρυγώ ξανά, για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek